- κρουομένων
- κρούωstrikepres part mp fem gen plκρούωstrikepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλόφωνα — τα μουσ. κρουστά όργανα που αποτελούνται από σειρές κρουόμενων μεταλλικών ράβδων … Dictionary of Greek